Γαλής

Γαλής
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Βαλτέτσι. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στα Δερβενάκια και στην Άκοβα όπου και σκοτώθηκε. 2. Γεώργιος (1795 – 1829). Καταγόταν από τη Φουρνά των Αγράφων. Πολέμησε στη Στερεά και στην Πελοπόννησο. Διετέλεσε πληρεξούσιος στην Δ’ Εθνοσυνέλευση (1829). 3. Ιωάννης. Αδελφός του προηγούμενου, πολέμησε μαζί τους σε πολλές μάχες ως αρχηγός στρατιωτικού σώματος. 4. Κώστας. Αδελφός των προηγούμενων. Πολέμησε ως οπλαρχηγός στην Υπάτη, στη Σέλιανη και στα Κονιαροχώρια. Το 1822 πολέμησε κατά του Ομέρ Βρυώνη και το 1824 κατά των Τουρκαλβανών Σιλιχτάρ Μπότα και Σκόδρα πασά Ασλανάκη στην Υπάτη και στα Άγραφα. Το 1825 πήρε μέρος στους εμφύλιους πολέμους της Πελοποννήσου. Το 1828 πολέμησε στη Στερεά ως εκατόνταρχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γάλης — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειοπλάστης. Είναι γνωστός από λήκυθο που βρέθηκε στη Γέλα και έφερε την υπογραφή του. Η παράσταση της ληκύθου δείχνει τον Ανακρέοντα μεθυσμένο ανάμεσα σε δύο έφηβους …   Dictionary of Greek

  • γαλῆς — γαλέη weasel fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MYGALE — pro Numine Athribitis. Strabo l. 17. ubi de Aegyptiis, Αἐτὸν Θηβαῖοι ῾τιμῶσἰ λέοντα δὲ Λεοντοπολίται αἶγα δὲ καὶ τράγον Μενδήσιοι μυγάλην δὲ Α᾿θριβῖται ἄλλοι δ᾿ ἄλλο τί. Aquilam Thebani (colunt) leonem Leontopolitani, capr am et hircum Mendesii,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • ουρόγαλον — οὐρόγαλον, τὸ (Α) το ούρο τής γαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + γαλῆ] …   Dictionary of Greek

  • πηραμελής — ο, Ν ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας τών πηραμελιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. perameles < πήρα «σάκος δερμάτινος» + λατ. meles «είδος γαλής»] …   Dictionary of Greek

  • σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • μυγαλῆς — μῡγαλῆς , μυγαλῆ shrewmouse fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”