Γάλης — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος αγγειοπλάστης. Είναι γνωστός από λήκυθο που βρέθηκε στη Γέλα και έφερε την υπογραφή του. Η παράσταση της ληκύθου δείχνει τον Ανακρέοντα μεθυσμένο ανάμεσα σε δύο έφηβους … Dictionary of Greek
γαλῆς — γαλέη weasel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
GALEA — I. GALEA an Lacedaemoniorum, ut vult Plin. l. 7. c. 56. an Aegyptiorum, ut Herod l. 4. an Curetum, ut Diod. l. 5. c. 15. inventum: a galero, quo multi antiquorum usi, dicta est, Varroni: aliis ex Graeco γαλέη quod ex felina pelle fiebant, vide… … Hofmann J. Lexicon universale
MYGALE — pro Numine Athribitis. Strabo l. 17. ubi de Aegyptiis, Αἐτὸν Θηβαῖοι ῾τιμῶσἰ λέοντα δὲ Λεοντοπολίται αἶγα δὲ καὶ τράγον Μενδήσιοι μυγάλην δὲ Α᾿θριβῖται ἄλλοι δ᾿ ἄλλο τί. Aquilam Thebani (colunt) leonem Leontopolitani, capr am et hircum Mendesii,… … Hofmann J. Lexicon universale
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
ουρόγαλον — οὐρόγαλον, τὸ (Α) το ούρο τής γαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + γαλῆ] … Dictionary of Greek
πηραμελής — ο, Ν ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας τών πηραμελιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. perameles < πήρα «σάκος δερμάτινος» + λατ. meles «είδος γαλής»] … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek
μυγαλῆς — μῡγαλῆς , μυγαλῆ shrewmouse fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)